- ακρόδυα
- ταβλ. ακρόδρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόδρυα, με ανομοιωτική αποβολή του δευτέρου ρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρόδρυα — τα (Α ἀκρόδρυα) Ν και ακρόδυα 1. καρποί φυλλωδών φυτών, που όταν ωριμάζουν έχουν κέλυφος (αμύγδαλα, κάστανα κ.λπ.), σε αντίθεση με τις οπώρες 2. τα δέντρα που παράγουν αυτούς τους καρπούς, αλλά και γενικά κάθε οπωροφόρο αρχ. οι καρποί που… … Dictionary of Greek